Dictionary of Greek. 2013.
διεξουρώ — διεξουρῶ ( έω) (Α) [εξουρώ] ουρώ με ευχέρεια … Dictionary of Greek
συνεξουρώ — έω, Α αποβάλλω κάτι με την ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξουρῶ «αποβάλλω με την ούρηση»] … Dictionary of Greek